οστρεοτροφείο

οστρεοτροφείο
το
οστρεοκομείο, δηλ. χώρος όπου εκτρέφονται όστρεα για πολλαπλασιασμό και βελτίωση τού είδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όστρεον «στρείδι» + -τροφείο (< -τρόφος < τρέφω). Η λ., στον λόγιο τ. ὀστρεοτροφεῖον, μαρτυρείται από το 1885 στον Δ. Σταματιάδη, ενώ η λ. οστρεοτρόφος* είναι μεταγενέστερη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στρεοκομεί — το θαλάσσια περιοχή όπου εκτρέφονται όστρεα για εμπορική εκμετάλλευση, αλλ. οστρεοτροφείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οστρεοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”